ταχυπλόων

ταχυπλόων
ταχύπλοος
fast-sailing
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επισιπάριο — το το ψηλότερο τετράγωνο ιστίο τών μεγάλων ταχύπλοων ιστιοφόρων …   Dictionary of Greek

  • κρις-κραφτ — το διεθνής ονομασία μικρών ταχύπλοων σκαφών για αναψυχή ή για αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. criss craft] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοκίνητος — η, ο 1. αυτός που κινείται με μηχανή ή μηχανές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μηχανοκίνητα στρ. α) τα οχήματα τού στρατού που μεταφέρουν τμήματά του β) τα τεθωρακισμένα 3. φρ. «μηχανοκίνητα αθλήματα» γενικός χαρακτηρισμός αγωνισμάτων που… …   Dictionary of Greek

  • Ιόνιο πέλαγος — Τμήμα της Μεσογείου που ορίζεται στα Β από τη νότια Ιταλία, στα Α από την Αλβανία και την Ελλάδα, στα Δ από την ανατολική ακτή της Σικελίας και τη χερσόνησο της Καλαβρίας· στα Ν το όριό του δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ακριβώς. Με τον πορθμό… …   Dictionary of Greek

  • ναυταθλητισμός — Ναυτικά αθλήματα με σκοπό την ψυχαγωγία ή τον ανταγωνισμό εκείνων που τα ασκούν. Πραγματοποιείται με σκάφη, είτε με ιστία (ιστιοδρομίες), είτε μηχανοκίνητα. Οι αγώνες ταχύπλοων σκαφών είναι σχετικά νέο άθλημα. Ο πρώτος αγώνας έγινε το 1903 στη… …   Dictionary of Greek

  • πλώρη ή πρώρα — Το μπροστινό άκρο ενός σκάφους και κατ’ επέκταση όλο το πρωραίο τμήμα προς διάκριση από την κεντρική και την πρυμναία ζώνη. Βασικό δομικό στοιχείο της είναι το κοράκι (στείρα), σχήματος γενικά καμπύλου (με την κοιλότητα προς τα έξω), αλλά συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”